MANOΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: ΙΟΝΙΚΗ ΣΟΥΙΤΑ

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Μέτρησις

Όταν ήμουν δάσκαλος- παλιά

έλεγα στα παιδιά


Ό, τι μπορεί να μετρηθεί


Μπορεί και να βελτιωθεί


Τώρα, όμως, νεκρούς μετρούμε


-και σιωπούμε


μες στα νερά τής θάλασσας

και τίποτα δεν μπορούμε να βελτιώσουμε


και τίποτα να σώσουμε

Kορίτσι

Ντροπαλό, τρυφερό και έξυπνο κορίτσι

Κυλάει ακόμη σιωπηλά ο ποταμός


Μες στην καρδιά σου


και θάλλουν τών δέντρων τα κλαδιά


Στα βήματά σου


κάποια παράξενη βροντή


στον ουρανό


-ήσουν εσύ

Αερικό



Σκοτεινιάζει. Όμως στο παράθυρο φέγγεις εσύ

δροσερό αέρι φθινοπώρου ανεβαίνει


Πάνω από τη θάλασσα και πάνω από τα βουνά


τής Ρούμελης



Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Ἐρωτήσεις καὶ ἀπαντήσεις

Τὰ δέντρα τοῦ κήπου ποὺ ἀνάβει στὸ στῆθος σου
Τοῦ κήπου ποὺ φτάνει μέχρι τὴ θάλασσα καθὼς πέφτει ἡ νύχτα

Στὴ σκάλα τὰ βήματα καθὼς φτάνει ἡ ὥρα νὰ 'ρθεῖς· 
τὸ χέρι ποὺ ἁπλώνεις στὸ πόμολο
κι ὁ Modigliani ποὺ ζωγραφίζει στὸ ξύλο τῆς πόρτας

Ἐκεῖνο ποὺ ἀστράφτει μέσα στὰ μάτια σου· τὸ τραγούδι ποὺ λένε τὰ χείλη
σου καὶ τὰ φιλιὰ σου τὰ κόκκινα καθὼς
 σ΄ ἀγαπῶ

Ἡ πόλη στὰ σύννεφα ποὺ ἔχτισα γιὰ νὰ σὲ φτάσω·
ὅ, τι εἶναι δικὸ σου καὶ πάνω

Ὅ,τι περιδινεῖται μές στὸ κεφάλι μου καὶ παίρνει λάμψη
ἀπὸ τὰ μάτια σου ὅταν σὲ δῶ

Χίλια ἱστιοφόρα θὰ σκίσουν τὶς θάλασσες με τὰ πανιὰ τους πλησίστια
Ὁ νοσταλγὸς τῶν μακρινῶν νησίδων μὲ φέρνουν

Στὸ βαθὺ βλέμμα σου σὲ τρόπαια ἀνάμεσα καὶ σὲ πουλιά

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Ῥώμη

Ξαναφέρνω στὸν νοῦ μὲ ἰδιαίτερη συγκίνηση πάντα τὴ Ῥώμη

Καθὼς σὲ βλέπω, λουσμένη στὸ φῶς, μὲ μάτια μισόκλειστα νὰ κοιτάζεις

Τὸ παλλάδιον τοῦ ῥωμαϊκοῦ αἰῶνος τὸ Κολοσσιαῖον

Ἡ ὀμορφιὰ σου μικραίνει τὸ σύμβολο, τὸ ἀφανίζει

Καὶ ἐν ᾦ γελᾶς μὲ τὶς φίλες σου

Τὸ φλαβιανὸ Ἀμφιθέατρο ἀπὸ κάθε γωνιὰ κι ἀπὸ κάθε λιθάρι σαστίζει

Κι ἄς ἔχουν δεῖ τὰ μάτια του

Τόσα

Ὅλα μαρτυροῦν ἀείποτε διαπρυσίως
 
Τὸ πνεῦμα καὶ τοὺς πόθους ἐκείνης 
τῆς ἐποχῆς

Καθ' ἥν ἤσουν


Ἡ Μύστις καὶ ἡ Πρωθιέρειά της

Δεξαμένη

Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ μου τὴν Ῥώμη
Τὶς περίφημες κρῆνες της, τὶς φοντάνες
Μὲ τὰ μαγεμένα σου ξανθὰ μαλλιὰ μές στὰ νερά νὰ μηδενίζουν τὴν νύχτα
Πάνω στὸ στῆθος σου ὁ Γκαῖτε νὰ μετρᾶ τοὺς ἑξαμέτρους τῶν Ῥωμαϊκῶν Ἐλεγείων του
Σὰν τὴν Παολίνα Μποργκέζε («Ἀφροδίτη Νικήτρια»τοῦ Κανόβα)
Μισοξαπλωμένη, μακάρια καὶ ἑλκυστικὴ
Ἡ πιὸ ὄμορφη γυναίκα τοῦ κόσμου στὴν ἐποχή της
Μὲ τοὺς χιλίους καὶ ἕναν ἐραστὲς
Στὴ «Φοντάνα ντὶ Τρέβι», στὴ δεξαμενὴ
Κατὰ τὸ παλαιότατο ἔθιμο
Ἕνα χρυσὸ σὰν τὰ μαλλιά σου νόμισμα θὰ ρίξω
Νὰ ξαναέρθει ἡ ὥρα γιὰ νὰ σὲ ξαναδῶ

Μαχαίρια

Πῶς ἔχω ἕνα κορίτσι μές στὴν καρδιὰ μου!
Πῶς ἔχω ἕνα μαχαῖρι μές στὴν καρδιὰ μου!
Πῶς εἶμαι ἕνα μαχαῖρι ποὺ τραγουδᾶ!
Πῶς εἶμαι ἕνα μαχαῖρι ποὺ σ' άγαπᾶ!

Κυριακή

Ἡ πόλις, τὰ μεσημέρια τῆς Κυριακῆς,
Δὲν ἔχει τίποτα γιὰ τοὺς μοναχικοὺς ἀνθρώπους
Ἡ ὑπόσχεσις, ὅμως, εἶναι ἕνα εἶδος ἀθανασίας
Σὲ μιὰ στροφὴ
Ἁρμόζουν ὅλοι οἱ ἀριθμοὶ
Καὶ τὸ κλειδὶ 
Κι ἀρχίζει ἡ μουσικὴ

Παιδί

Ἕνα παιδὶ περνᾶ χορεύοντας μέσ' ἀπ' τὸ παράθυρό μου
Καὶ ἀπ' τὰ χωράφια μέχρι πέρα μακριὰ στὸ πατάμι
(ἤ μέσ' ἀπ' τ' ὄνειρό μου καθὼς μὲ ψήνει ὁ πυρετὸς καὶ χύνεται μυρωδᾶτος ὁ καφές πάνω στὰ κάρβουνα καὶ μές στὶς στάχτες;)
Θὰ χτίσουμε τὴν γκρεμισμένη γέφυρα
Νὰ βγοῦμε ἀπέναντι
Νὰ παίξουμε στὶς ὄχθες μὲ τὶς ἐλιὲς καὶ τὰ λιοπύρια
Νὰ παίξουμε μὲ τὸ παιδὶ μέσα στὶς λάσπες καὶ μές στὰ χώματα μέχρι ἀργά τὸ βράδυ
Νὰ μᾶς ψάχνουν οἱ μανᾶδες μας, νὰ μᾶς φωνάζουν
Ἔχω τὶς τσέπες μου γεμᾶτες μπισκότα καὶ ἕνα λουλούδι ἔχω στὸ στόμα

Ὁ Ὁδοιπόρος

Ἦλθε ὁ καιρὸς
Ποὺ ἡ εὐγλωττία τῶν κήπων
Θὰ καλύψει ἐπαρκῶς τὴν πενίαν τῶν λόγων
Ὁ Ὁδοιπόρος ἦταν χορευτὴς
Καὶ τὰ βράδια χόρευε μονάχος μές στὸν κόσμο

J.L.B.

Πέφτει στὰ βουνὰ τὸ φεγγάρι
Σκέψη εἶναι νὰ ξεχνᾶς τὶς διαφορὲς, νὰ γενικεύῃς, νὰ ἀφαιρῇς
Μὲ ἕνα παλιὸ λεωφορεῖο ὅλο καπνοὺς καὶ σήματα
Σὲ ἕνα καφενεῖο τοῦ Μπουένος Ἄιρες κατεβαίνω νὰ σὲ βρῶ
Νὰ μοῦ δείξῃς πῶς
Θὰ πλέξω ἐγκώμιο γιὰ τὴ σκιὰ
Καὶ γιὰ τὴ σιωπή


Τίβερις

Πίσω ἀπὸ τὸ παράθυρό μου
ὁ Τίβερις
Ἡ θάλασσα, φαντάζομαι, θά 'χει τὸ χρῶμα τ' οὐρανοῦ
Τὸ καλοκαίρι άνάβει πυρκαγιά
στὰ πεῦκα

Πίσω ἀπὸ τὸ παράθυρὸ μου
ὁ Τίβερις
Ἡ γάτα μου βλέπει κι ἄλλα τοπία
ποὺ 'γὼ δὲν βλέπω

Μαρία ΙΙΙ

Κόκκινα
Κατακόκκινα λουλούδια
Μέσα στὰ μαῦρα της μαλλιὰ
Καὶ μέσα στὰ μάτια της 
Ὅλα τὰ θαύματα τοῦ βυθοῦ
Ὅλα τῆς ἄνοιξης τὰ βάθη

Μαρία ΙΙ

Καθὼς ὁ ἀέρας φυσᾶ
Μές στὰ μαλλιά σου
Ἐβένινος
Ἡ πίστη παραδίδεται στὶς φλόγες
Μέσα στὸ στῆθος σου ἐνσωματώνονται
Ὅλες οἱ ἑρμηνεῖες τοῦ κόσμου

Μ.Χ.

Νομίζω πὼς ἔχουν δίκιο· κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ σὲ συλλάβουν
Ἀφ' οὗ ἤσουν ὁ φλοῖσβος ποὺ φέρνει ὁ ποντοπόρος στὴν καλή του
Καὶ ἡ σκόνη τῶν τριαντάφυλλων ποὺ ἔμπαινε στὰ μάτια μας
Ὅπως μαθαίναμε νὰ δίνουμε φιλιὰ στὰ δάχτυλα τῆς ὀπτασίας
Ἀκούω τὰ βήματά σου ἀκόμη
Φρενήρης μὰ καὶ εὐσταθὴς
Καθὼς στὸ σῶμα τῆς νυκτὸς εἰσελαύνεις
Μὲ τὰ λυσίκομα κορίτσια στὴν ἄκρη τοῦ λιμενοβραχίονος
Καὶ ἕνα λουλούδι -πάντα-στὸ στόμα


Ἀνάδυσις

Ὁ Κορινθιακὸς ἐξηπλοῦτο κυανοῦς καὶ γαληνιαῖος
Μακριὰ, πολὺ μακριὰ ἡ Στερεὰ
Τὸ ὄρος τῶν Μουσῶν στὰ βορειοανατολικὰ 
Μέσα ἀπὸ τὰ κυνικὰ καύματα τοῦ πυρετοῦ
Πῶς ἀνεδύθης 
Μὲ τὴν ξανθὴ σου κόμη 
νὰ μυρώνεις τὴν αὔρα τῆς θαλάσσης